γεραρᾷ

γεραρᾷ
γεραρός
of reverend bearing
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γεραράς — γεραρά̱ς , γεραρός of reverend bearing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψίγονος — η, ο (Α ὀψίγονος και ὀψάγονος, ον) (για δόντι) αυτός που φύεται σε προχωρημένη ηλικία, ο φρονιμήτης αρχ. 1. ο γεννημένος μετέπειτα, ο μεταγενέστερος 2. παιδί που γεννήθηκε όταν ο πατέρας του ήταν ήδη σε γεροντική ηλικία 3. νεώτερος («οὺ δὲ παρ… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРАР — [евр. , ; греч. Γέραρα], г. на юге Ханаана, к западу от пустыни Негев (Быт 10. 19), расположенный на пути в Египет, «между Кадесом и Суром» (Быт 20. 1). С севера Г. граничил с Вирсавией и Газой (Быт 10. 19; 26. 1 2; 2 Пар 14. 12 13). Упоминание о …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”